νογάω

νογάω
(τύπος του νοώ)
1. καταλαβαίνω, νιώθω, αντιλαμβάνομαι.
2. είμαι ικανός, επιδέξιος, μπορώ: Δε νογάει να μοιράσει σε δυο γαϊδούρια άχερο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νογάω — (παρατατ. νογούσα, μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νογώ — και νογάω 1. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, νιώθω 2. έχω ορισμένη ικανότητα, είμαι επιδέξιος, μπορώ να κάνω κάτι («δε νογάει από αυτά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. νοῶ με ανάπτυξη γ (πρβλ. αέρας: αγέρας)] …   Dictionary of Greek

  • νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”